λούζομαι

λούζομαι
λούζομαι, λούστηκα, λουσμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • συλλούομαι — Α 1. λούζομαι μαζί με κάποιον άλλο 2. κάνω μπάνιο χωρίς να βγάλω έμπλαστρο που έχω κολλήσει σε ένα σημείο τού σώματός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λούομαι «λούζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εναπολούομαι — ἐναπολούομαι (AM) λούζομαι κάπου ή με κάτι («οὕτως ἐστὶ λιπαρὰ [τὰ ὕδατα] ώς μὴ δεῑσθαι τοὺς έναπολουομένους ἐλαίου», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • επαιονώ — ἐπαιονῶ, άω και έω (Α) 1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω 2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • καθιδρώ — καθιδρῶ, όω (AM) [κάθιδρος] (επιτατ. τού ιδρώ, όω) είμαι καταϊδρωμένος, ιδρώνω πολύ, λούζομαι στον ιδρώτα …   Dictionary of Greek

  • κατικμαίνω — (Α) 1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι 2. μέσ. κατικμαίνομαι λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • μοσχολαντουρούμαι — και μοσκολαντουροῡμαι λούζομαι με άρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + λαντουρῶ «ρίχνω νερό»] …   Dictionary of Greek

  • παγάομαι — (Α) [παγά] λούζομαι σε πηγή …   Dictionary of Greek

  • προλούω — Α λούζω ή λούζομαι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • σκαφολουτρώ — έω, Α λούζομαι μέσα σε σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφη + λουτρῶ (< λουτρος < λουτρόν), πρβλ. ξηρο λουτρώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”